επιφάνεια

επιφάνεια
η
1) поверхность; плоскость (тж. мат. );

επίπεδος επιφάνεια — плоская поверхность;

επικλινής επιφάνεια — наклонная плоскость;

2) внешность, внешний вид;
3) юр. право застройки на чужой земле за определённую, плату;

§ βγαίνω στην επιφάνεια — выходить, всплывать на поверхность, обнаруживаться (о лжи и т. п.);

κατ' επιφάνειαν — по виду, по внешности, внешне, на вид, с виду


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "επιφάνεια" в других словарях:

  • ἐπιφανεία — ἐπιφανείᾱ , ἐπιφάνεια appearance fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιφανείᾳ — ἐπιφανείᾱͅ , ἐπιφάνεια appearance fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιφάνεια — appearance fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιφάνεια — I (Γεωμ.). Όρος που χαρακτηρίζει για τον συνηθισμένο χώρο κάθε σύνολο από σημεία (x, ψ, z) του χώρου με x = x (u, υ), ψ = ψ (u, υ), z = z (u, υ), όπου οι συναρτήσεις: (1) χ (u, υ), ψ (u, υ), z (u, υ) νοούνται ορισμένες σε ένα υποσύνολο του… …   Dictionary of Greek

  • επιφάνεια — η 1. η εξωτερική όψη σώματος, η θέα, η απανωσιά: Η επιφάνεια της θάλασσας. 2. μτφ., η φαινομενική όψη (η επίφαση) σε αντίθεση με την πραγματικότητα: Η επιφάνεια της δικτατορίας κρύβει το τυραννικό της πρόσωπο. 3. (νομ.), δικαίωμα οικοδόμησης σε… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐπιφάνειᾳ — ἐπιφάνειαι , ἐπιφάνεια appearance fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρισματική επιφάνεια — Ονομάζεται έτσι η επιφάνεια, που παράγεται από μία ευθεία (ε), η οποία κινείται, ώστε να συναντά το περίγραμμα ενός πολυγώνου διατηρώντας σταθερή τη διεύθυνσή της. Η τομή μιας π.ε. από επίπεδο είναι πολύγωνο. Το πρίσμα μπορεί να οριστεί ως το… …   Dictionary of Greek

  • αλγεβρική επιφάνεια — Βλ. λ. επιφάνεια …   Dictionary of Greek

  • ἐπιφανείας — ἐπιφανείᾱς , ἐπιφάνεια appearance fem acc pl ἐπιφανείᾱς , ἐπιφάνεια appearance fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιφανείαι — ἐπιφανείᾱͅ , ἐπιφάνεια appearance fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Богоявление — (επιφάνεια, τα έπιφάνια, τα θεοφάνια) великий двунадесятый праздник, 6 го января, иначе называется праздником Крещения Господня; так как в этот день Церковь воспоминает Крещение Спасителя от Иоанна в Иордане (Матф. 3, 13 17; Марк 1, 9 11; Лук. 3 …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»